- σπεκουλαρία
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια καμπανουλίδες τής τάξης καμπανουλώδη και περιλαμβάνει ποώδη μονοετή φυτά που ευδοκιμούν στην Ευρώπη και στην περιοχή τής Μεσογείου, αλλ. λεγουσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. specularia < μτγν. λατ. speculum (Veneris), είδος φυτού, με κυριολεκτική σημ. «ο καθρέφτης τής Αφροδίτης» + κατάλ. -aria].
Dictionary of Greek. 2013.