σπεκουλαρία

σπεκουλαρία
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια καμπανουλίδες τής τάξης καμπανουλώδη και περιλαμβάνει ποώδη μονοετή φυτά που ευδοκιμούν στην Ευρώπη και στην περιοχή τής Μεσογείου, αλλ. λεγουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. specularia < μτγν. λατ. speculum (Veneris), είδος φυτού, με κυριολεκτική σημ. «ο καθρέφτης τής Αφροδίτης» + κατάλ. -aria].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγριογιούλι — Κοινή ονομασία του φυτού, του γνωστού με την επιστημονική ονομασία σπεκουλαρία το κάτοπτρο.Ανήκει στην οικογένεια των καμπανουλιδών και είναι μονοετής πόα. Το α. έχει βλαστό όρθιο, ύψους 10 40 εκ., συνήθως με διακλαδώσεις. Τα άνθη του είναι όρθια …   Dictionary of Greek

  • καμπανουλίδες — Οικογένεια σπερματοφύτων που αποτελείται από περίπου 70 γένη και 2.000 είδη, τα οποία περιέχουν γαλακτώδη χυμό και καλύπτονται από σκληρές τρίχες. Περιλαμβάνουν πόες, ημίθαμνους και, ενίοτε, μικρούς θάμνους και χαμηλά δέντρα. Τα φύλλα τους είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”